- θρίγκωμα
- θρίγκωμα και θρίγχωμα, τὸ (Α) [θριγκώ]1. ακροτοίχιο2. αλάτι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θρίγκωμα — coping neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θριγκώματα — θρίγκωμα coping neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρίγχωμα — θρίγχωμα, τὸ (Α) βλ. θρίγκωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τού θρίγκωμα*] … Dictionary of Greek